κοσσοτράπεζος

κοσσοτράπεζος
κοσσοτράπεζος, ὁ (Α)
κωμική ονομασία ανθρώπου που ζούσε ως παράσιτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κόσσος + -τράπεζος (< τράπεζα), πρβλ. ομο-τράπεζος, υπνο-τράπεζος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”